- παντεπήκοος
- -ον, Ααυτός που ακούει τις παρακλήσεις όλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + ἐπήκοος «αυτός που ακούει τα λόγια κάποιου» (πρβλ. παν-επήκοος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek